-
1 σειρά
σειρά̱, σειράcord: fem nom /voc /acc dualσειρά̱, σειράcord: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 σειρά
σειράωbind: pres subj act 1st sg (doric aeolic)σειράωbind: pres ind act 1st sg (doric aeolic)——————σειράcord: fem dat sg (attic doric aeolic)σειράωbind: pres subj mp 2nd sgσειράωbind: pres ind mp 2nd sg (epic)σειράωbind: pres subj act 3rd sgσειράωbind: pres ind act 3rd sg (epic) -
3 σειρᾱ-φόρος
σειρᾱ-φόρος, ion. σειρηφόρος, Lob. Phryn. 645, – 1) seiltragend; gew. ὁ σειραφόρος, mit u. ohne ἵππος, das Pferd, das am Seil, an der Leine, nicht im Joche zieht, das Handpferd, das neben dem in's Joch gespannten, od., wie wir sagen, »auf der Wildbahn« geht; das Viergespann hatte in der Mitte zwei ζύγιοι, daneben zwei σειραφόροι, auf jeder Seite einen; πῶλοι, Eur. I. A. 223; ζεύξω βαρείαις οὔτι μὴ σειραφόρον κριϑῶντα πῶλον, Aesch. Ag. 1624; übertr., ζευχϑεὶς ἕτοιμος ἦν ἐμοὶ σειραφόρος, 816, ein Genosse; Ar. Nubb. 1282; eben so κάμ ηλος σ., Her. 3, 102, u. ὄνος. – 2) einen Fallstrick od. Fangstrick tragend (s. σειρά), so hießen die Parther, Suid.
-
4 σειρά
Grammatical information: f.Meaning: `cord, rope, snare, lasso' (Il.).Compounds: Some compp.: σειρα-φόρος, Ion. - ρη- ( ἵππος) m. `rope-horse, trace-horse' (Hdt., A., Ar.), παρά-σειρος prop. "having a rope aside", `walking by the siderope, situated on the side, sidehorse', metaph. `companion' (E. in lyr., X., Poll. a. o.).Derivatives: σειραῖος `equipped with a rope, walking by the rope' (= σειραφόρος; S., E., D.H. a.o.); σειράω `to tie or to pull with a rope' (Phot.); ἀνα-σειράζω `to pull backwards (with a rope)' (E., A. R. a.o.); also σειρ-ωτός `girded with a cord' (Sm., Thd.), - όω `to gird, to hem' (Dosith.), - ωσις (Phot.). Dimin. σειρίς f. (X.); σερίδες (for - ει-?) σειραί, σερί\<ς\> ζωστήρ H.; σειράδιον n. (Eust.).Origin: IE [Indo-European] [1101] *tu̯er- `grasp, seize, fence in'Etymology: Since Bezzenberger BB 12, 240 usu. connected with Lith. tveriù, tvérti `grasp, fence in' (s. σορός) and as "the seizing" explained (Solmsen Wortforsch. 127); basis *tu̯er-i̯ā (Bechtel Lex. s.v. [asking] *tu̯ersā ?); on the phonetics Forbes Glotta 36, 246. Semant. without doubt better with Fick, Curtius a. o., also Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 26 to εἴρω `order, connect', Lat. serō etc., in which case however (in spite of Pisani) σ- remains unexplained. Hitt. turii̯a- `harness, hitch to', by Duchesne-Guillemin Trans. Phil. Soc. 1946, 50, Risch by Mayrhofer Sprache 10, 197 and IF 70, 253 a.o. adduced, belongs acc. to Sommer Sprache 1,162 rather to Skt. dhur- `hitching' (reserved Kronasser Etymologie 1, 499).Page in Frisk: 2,687Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σειρά
-
5 σειρά
σειρά, ἡ, ion. σειρή, Seil, Strick, Schnur, Band; σ. εὔπλεκτος und πλεκτή, Il. 23, 115 Od. 22, 175. 192; auch eine Kette, σ. χρυσείη, Il. 8, 19. 25, vgl. Plat. Theaet. 153 c; Luc. D. D. 21, 1 Hermot. 3 u. oft. – Ein Fangstrick mit einer Schlinge, womit Skythen u. Parther die Feinde niederrissen u. fortzogen, Her. 7, 85; Paus. 1, 21, 8. – Auch = σειρίασις, Hippiatr.
-
6 σειρα
эп.-ион. σειρή ἥ1) веревка(εὔπλεκτος Hom.)
2) цепь(χρυσείη Hom.)
3) аркан Her.4) путы, узы Arst., NT. -
7 σειρά
σειρά, [dialect] Ion. [full] σειρή, [dialect] Dor. [full] σηρά Choerob. in An.Ox.2.260, Et.Gud. 497.47: ἡ:—A cord, rope,σειράς τ' εὐπλέκτους Il.23.115
;σειρὴν δὲ πλεκτήν Od.22.175
; σ. χρυσείη cord of gold, Il.8.19, cf. Pl.Tht. 153c: metaph.,σειραῖς.. ἁμαρτιῶν σφίγγεται LXXPr.5.22
; σειραὶ ζόφου v.l. in 2 Ep.Pet.2.4: v. also σαύρα IV.3 cord or line with a noose, lasso, used by the Sagartians and Sarmatians, Hdt.7.85, Paus.1.21.5: hence the Parthians are called σειραφόροι, Suid.4 a bandage, Gal.18(1).777; σ. μονομερής, διμερής, κτλ. Sor.Fasc.23,24, al.5 ἡ σ. τοῦ βίρρου,= cimussatio (prob. edge, border), Dosith.p.435K.III σειραὶ τῆς κεφαλῆς locks of hair, LXX Jd.16.13;σ. τριχῶν Poll.2.30
.IV metaph., line, lineage, Tz.ad Lyc.481, Sch.Il.1.176.VI pl., a disease of horses, Hippiatr.52. -
8 σειρά
σειρά, ἡ, Seil, Strick, Schnur; auch eine Kette. Ein Fangstrick mit einer Schlinge, womit Skythen u. Parther die Feinde niederrissen u. fortzogen -
9 σειρά
σειρά, ᾶς, ἡ (Hom. [σειρή] et al.; SIG2 588, 200; LXX; TestSol 1:12 D; Jos., Ant. 3, 170) fr. the beginning w. the mng. pliable length of someth. used for binding, cord, rope, chain σειραῖς ζόφου with chains of hell (ζόφος 2. See also Wsd 17:16 μιᾷ ἁλύσει σκότους ἐδέθησαν; Pythag. in Diog. L. 8, 31: the ψυχαὶ ἀκάθαρτοι after their separation from the σῶμα are bound in hell by the Erinyes ἐν ἀρρήκτοις δεσμοῖς) 2 Pt 2:4 (s. σειρός and σιρός).—DELG. M-M. -
10 σειρά
η1) ряд, линия; шеренга (в строю);στην πρώτη σειρά — в первом ряду;
σειρά αριθμών — ряд чисел;
δωματίων — анфилада комнат;2) перен. ряд, цепь; вереница (чего-л.);σειρά γεγονότων — цепь событий;
3) ряд, серия;μακράν σειρά — длинный ряд, целая серия;
έγραψε σειρά άρθρων — он написал серию статей;
πλήρης σειρά τού εγκυκλοπαιδικού λεξικού — полный комплект энциклопедического словаря;
σειρά ερωτήσεων — ряд вопросов;
σειρά μαθημάτων — учебный курс;
σειρά παραδόσεων — курс лекций;
κατασκευή κατά σειρές — серийное производство;
4) строка, строчка;5) очередь; очерёдность, порядок;αλφαβητική σειρά — алфавитный порядок;
ήρθε η σειρά μου να... — пришла моя очередь; — пришёл мой черёд (разг)...;
η σειρά σας — ваша очередь;
κάθε πράγμα στη σειρά του — всему своё время, всё в своё время;
καθορίζω την σειρά — устанавливать очерёдность;
παίρνω σειρ — занимать очередь;
στέκομαι στη σειρά — становиться в очередь, стоять в очереди;
κατά σειρά — подряд, по порядку, поочерёдно;
δυό μέρες κατά σειρά — два дня подряд;
με τη σειρά — по очереди, в порядке очереди, очерёдности, по порядку;
6) нить, ход мысли; последовательность, логическая связь;σειρά ομιλίας — логичность выступления, речи;
δεν κρατεί ( — или δεν έχουν καμμιά) σειρ αυτά πού λέει — нет никакой последовательности в том, что он говорит;
7) ход (в карточной игре);8) круг, среда (социальная);δεν είναι της σειρας μας — он не нашего круга;
9) род;(родовая) линия;(από) πατρώα (μητρώα) σειρά — по отцовской (материнской) линии;
κρατάει από μεγάλη σειρά — он из знатного рода;
10) мат., хим. ряд;11) геол группа;§ πρώτης σειρδς — первоклассной;
σειρά σου και σειρά μου — а
теперь мой очередь;βάζω στην ίδια σειρά — ставить в один ряд;
με την σειρά του — в свою очередь;
μπαίνω στη σειρά — входить в курс дела;
μπαίνω σε μιά σειρά — входить в свою колею;
βγαίνω απ' τη σειρά μου — выйти из колей.
-
11 σειρᾶ
Βλ. λ. σειρά -
12 σειρᾷ
Βλ. λ. σειρά -
13 σειρά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σειρά
-
14 σειρά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σειρά
-
15 σειρά
1. веревка; 2. мн.ч. узы, путы.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σειρά
-
16 σειρά
[сира] ουσ. Θ. ряд, линия,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σειρά
-
17 σειρά,-ᾶς
+ ἡ N 1 0-4-0-1-0=5 Jgs 16,13; JgsB 16,14.19; Prv 5,22cord, rope, chain (metaph.) Prv 5,22; locks of hair Jgs 16,13→MM -
18 σειρά
[сира] ουσ θ ряд, линия. (μεταφ) ряд, цепь событий и т. п.), строка, серия, очередь, порядок. -
19 σειρά
низаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > σειρά
-
20 σειρά
sıra, satır, dizi, seri
См. также в других словарях:
σειρά — σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc/acc dual σειρά̱ , σειρά cord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρᾷ — σειρά cord fem dat sg (attic doric aeolic) σειράω bind pres subj mp 2nd sg σειράω bind pres ind mp 2nd sg (epic) σειράω bind pres subj act 3rd sg σειράω bind pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων … Dictionary of Greek
σειρά — η 1. ορισμένη διάταξη πραγμάτων ή γεγονότων: Χρονολογική σειρά. – Μας τα διηγήθηκε όλα με τη σειρά. – Μπήκαν όλοι στη σειρά και περίμεναν. 2. στίχος, αράδα: Μας έδωσε δέκα σειρές για ορθογραφία. 3. σύνολο ομοειδών πραγμάτων: Σειρά βιβλίων. – Μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κούλμια σειρά — Σειρά στρωμάτων που αναπτύσσεται γύρω από τα σχιστολιθικά όρη της περιοχής του Ρήνου και αντιστοιχεί προς τη δινάντιο σειρά ή την κατώτερη λιθανθρακοφόρο υποδιάπλαση του παλαιοζωικού αιώνα. Τα στρώματα της κ.σ. είναι θαλασσογενή, αποτελούνται… … Dictionary of Greek
σειρᾶ — σειράω bind pres subj act 1st sg (doric aeolic) σειράω bind pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμσέριος σειρά — Μία από τις πέντε σειρές στρωμάτων στις οποίες υποδιαιρείται η ανώτερη κρητιδική ή νεοκρητιδική υποδιάπλαση. Χαρακτηριστικά της πετρώματα είναι οι γλαυκονιτικές, ασβεστολιθικές ή αργιλώδεις μάργες, που συναντώνται ιδιαίτερα στην περιοχή του… … Dictionary of Greek
στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek
εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που … Dictionary of Greek
ακτινίδες — Σειρά σπάνιων γαιών, που στο περιοδικό σύστημα ακολουθεί το ακτίνιο και από αυτό παίρνει την ονομασία της. Τα νέα στοιχεία, όλα ραδιενεργά, μερικά από τα οποία υπάρχουν στη φύση (θόριο, ουράνιο) και άλλα είναι προϊόντα του εργαστηρίου, είναι αυτά … Dictionary of Greek